ὑπαρκτέον

English (LSJ)

one must begin with, τι Pl.R. 467c; τῶν ἴσων ὑ. αὐτῷ he must render equal initial services (to others), Aristid.Or.23(42).29.

German (Pape)

Adj. verb. zu ὑπάρχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαρκτέον: adj. verb. к ὑπάρχω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαρκτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀρχίσῃ, τι Πλάτ. Πολ. 467C.

Greek Monotonic

ὑπαρκτέον: ρημ. επίθ. του ὑπάρχω, αυτό που πρέπει να αρχίσει, σε Πλάτ.