ὑπεξούσιος
English (LSJ)
α, ον, but ος, ον POxy. (v. infr.), subject to the power of another, opp. αὐτεξούσιος, Cod.Just.6.4.4.25, Sch.E.Andr.411,628; θυγάτηρ POxy.129.2 (vi A. D.), cf. Mich.in EN45.33; = filius familias, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1188] der Gewalt eines Andern unterworfen, unterthänig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξούσιος: -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς τὴν ἐξουσίαν ἑτέρου, ἀντίθετον τῷ αὐτεξούσιος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 311, 628· ἡ εὐδαιμονία τῶν ὑπεξουσίων ἄκραν ἀνακηρύττει σύνεσιν τῆς ἐξουσίας Φωτ. Ἐπιστ. σ. 43, 22.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπεξούσιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, εξαρτημένος
2. (για ανήλικο παιδί) αυτός που βρίσκεται υπό την κηδεμονία τών γονιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξουσία (πρβλ. συνεξούσιος)].