ὑπεράρχιος

English (LSJ)

ὑπεράρχιον, prior to ἀρχαί, [πηγαί] Dam.Pr.130.

German (Pape)

[Seite 1191] über allen Anfang, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράρχιος: -ον, ὁ ὑπὲρ πᾶσαν ἀρχὴν ὤν, ὁ πρὸ πάσης ἀρχῆς ὑπάρχων, Διον. Ἀρεοπ. περὶ Οὐρ. Ἱεραρχ. 7, σ. 71.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο παραπάνω από οποιαδήποτε αρχή, αυτός που υπάρχει πριν από οποιαδήποτε αρχή («ἡ ἀρχίθεος καὶ ὑπεράρχιος τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὑπόστασις», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀρχή + κατάλ. -ιος (πρβλ. μετ-άρχ-ιος)].