ὑπεραγόντως
English (LSJ)
Adv. exceedingly, LXX 2 Ma.7.20, OGI315.51 (Pessinus, ii B. C.), Hsch. s.v. ἐσχάτως.
German (Pape)
[Seite 1189] adv. part. praes. act. von ὑπεράγω, übermäßig, außerordentlich.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραγόντως: Ἐπίρρ., ὑπερβαλλόντως, καθ’ ὑπερβολήν, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ., Ζ΄, 20), Ἡσύχ. ἐν λ. ὑπερφυῶς.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. πάρα πολύ, υπέρμετρα («ὑπεραγόντως θαυμαστές», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεράγων, -οντος, μτχ. ενεστ. του ρ. ὑπεράγω + επιρρμ. κατάλ. -ως].