ὑπερβλύζω

English (LSJ)

bubble or gush over, overflow, χολὴ ὑπερβλύσασα Hp. Ep.23, cf. Q.S.5.324; τὸ ὑπερβλύζον τοῦ νάματος Ph.1.174; ἐκ πηγῆς D.Chr.12.70; τοῦ βόθρου Philostr.VA3.14; τῆς φιάλης ib.25: metaph. of wine-drinkers, Ph.2.478 (prob. cj.): c. acc., φλέβες ὑ. αἷμα Q.S.11.192; ἔλαιον ὑ. τὸ κιβώτιον Procop.Aed.1.7: c. dat., τὰ θεῖα ὑ. τοῖς ἀγαθοῖς Herm. in Phdr.p.170A.

German (Pape)

[Seite 1193] überquellen, überströmen, auch übtr., überschreiten, τί, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβλύζω: μέλλ. -ύσω, ἀναβλύζω ὑπὲρ τὸ σύνηθες, ἐκχειλίζω, Κόϊντ, Σμυρ. 5. 324· μετ’ αἰτ., φλέβες ὑπ. αἷμα ὁ αὐτ. 11. 192. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερβαίνω, παραβαίνω, μετ’ αἰτ., δίαιτα τὴν αὐτάρκειαν ὑπερβλύζουσα Κλήμ. Ἀλ. 167.

Greek Monolingual

και ὑπερβλύω Α
1. ξεχειλίζω, πλημμυρίζω
2. μτφ. υπερβαίνω, παραβαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + βλύζω «αναβλύζω»].