ὑπερθερμαίνω
English (LSJ)
warm or heat excessively, Hp.Morb.1.2:—Pass., ib.2.1, Arist.Pr.860b19, EE1239b35, Thphr. HP 4.14.6, Alex.Aphr. Pr.1.89, Placit.5.30.6.
German (Pape)
[Seite 1196] übermäßig erwärmen; Hippocr.; pass., Arist. probl. 1, 12.
French (Bailly abrégé)
échauffer trop.
Étymologie: ὑπέρ, θερμαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερθερμαίνω: перегревать Arst.: διὰ τὸ ὑπερθερμαίνεσθαι ἀπὸ τοῦ ἡλίου Plut. вследствие чрезмерного солнечного жара.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερθερμαίνω: εἰς ὑπερβολὴν θερμαίνω, Ἱππ. 446. 39., 447. 4, Πλούτ., κλπ. - Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 1. 12, 2.
Greek Monolingual
ὑπερθερμαίνω ΝΑ
θερμαίνω κάτι πέρα από το κανονικό, παραζεσταίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θερμαίνω.