ὑπερτρυφάω

English (LSJ)

to be excessively luxurious and haughty, Luc.JTr.48, D.C.62.28.

German (Pape)

[Seite 1203] übermäßig schwelgen, E. M. Vgl. Luc. asin. 56.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερτρῠφάω: εἶμαι ὑπερβαλλόντως τρυφηλὸς καὶ ὑπερήφανος, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 48, Δίων Κ. 62. 28.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερτρῠφάω: жить в чрезвычайной роскоши, роскошествовать Luc.