ὑπηρέτις

English (LSJ)

-ιδος, fem. of ὑπηρέτης II, E. IA 322 (troch.), Pl. Plt. 305c, Sor. 1.73, al., Sch. Ar. Ra. 206; metaph, δυνάμεις θρέψεως ὑπηρέτιδες Gal. 8.367, cf. Nat. Fac. 3.9.

German (Pape)

[Seite 1206] ιδος, ἡ, fem. von ὑπηρέτης, Dienerinn; δέλτον κακίστων γραμμάτων ὑπηρέτιν Eur. I. A. 322; Plat. Polit. 305 e.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
fém. de ὑπηρέτης.

Russian (Dvoretsky)

ὑπηρέτις: ιδος ἡ помощница, служанка (τῆς ῥώμης βασιλικῆς Plat.): δέλτος, κακίστων γραμμάτων ὑ. Eur. письмо, содержащее преступнейшие строки.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπηρέτις: -ιδος, θηλ. τοῦ ὑπηρέτης ΙΙ, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 322, Πλάτ. Πολιτικ. 305C.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. υπηρέτης.

Greek Monotonic

ὑπηρέτις: -ιδος, θηλ. του ὑπηρέτης II, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὑπηρέτις, ιδος, [fem. of ὑπηρέτης II, Eur.]

English (Woodhouse)

servant, maid-servant