ὑπνικός
English (LSJ)
ὑπνική, ὑπνικόν, of or for sleep, producing sleep, Hp.Liqu.1, Aret.CA1.10: ὑπνικόν, τό, name of a plant, Zopyr. ap. Orib.14.50.2:—-ὑπνιακός, in Hsch. s.v. μυστικός.
German (Pape)
[Seite 1207] zum Schlafen gehörig, Schlaf machend, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui fait dormir, soporifique.
Étymologie: ὕπνος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕπνον, ὁ προξενῶν ὕπνον, ὑπνωτικός, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10· - ὑπνιακὸς παρ’ Ἡσυχ. ἐν λ. μυστικός.