ὑπνωτικός

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπνωτικός Medium diacritics: ὑπνωτικός Low diacritics: υπνωτικός Capitals: ΥΠΝΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypnōtikós Transliteration B: hypnōtikos Transliteration C: ypnotikos Beta Code: u(pnwtiko/s

English (LSJ)

ὑπνωτική, ὑπνωτικόν,
A inclined to sleep, sleepy, drowsy, Arist.Somn.Vig.457a26; μετὰ τὰ σιτία ὑπνωτικώτατοι Id.Pr. 874b17, cf. 876a20 (Comp.). Adv. ὑπνωτικῶς = drowsily Gal.19.149.
II Act., putting to sleep, narcotic, μηκώνιον Hp.Mul.2.201; θρίδαξ Diph.Siph. ap.Ath.2.69f; φάρμακα Plu.2.652c; πότημα POxy.1088.66 (i A.D.): as substantive, ὑπνωτικὸν πίνειν a narcotic, Plu.Caes.34; pl., Arist.Somn.Vig. 456b29, Porph.Abst.1.27.

German (Pape)

[Seite 1207] schläfrig, Arist. probl. 3, 34; – einschläfernd, Theophr. u. Sp.; Plut. adv. Col. 7 im adv.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
soporifique ; τὸ ὑπνωτικόν narcotique.
Étymologie: ὕπνος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπνωτικός: 3
1 сонливый, сонный Arst.;
2 снотворный (φάρμακα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνωτικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς ὕπνον, νυσταλέος, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3, 17· - μετὰ τὰ σιτία ὑπνωτικώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 25, πρβλ. 34· πρβλ. ὑπνητικός: Ἐπίρρ. ὑπνωτικῶς, ὑπνωτικῶς ἔχουσα, «ὕπνῳ κοιμωμένη», Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων ὕπνον, ναρκωτικός, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3. 9· θρίδαξ Ἀθήν. 69F· φάρμακα Πλούτ. 2. 652C· τό ὑπνωτικόν, τὸ ἐπιφέρον ὕπνον, ναρκωτικόν, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 34.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπνωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπνῶ, -όω
1. αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί νύστα («ψυκτικὰ τὰ πλεῖστα τῶν ὑπνωτικῶν φαρμάκων ἐστί», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το υπνωτικό(ν)
ουσία που φέρνει ύπνο
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπνωση (α. «υπνωτική κατάσταση» β. «υπνωτική εξεργασία»)
2. φρ. α) «υπνωτική έκσταση»
(ψυχολ.) κατάσταση υψηλής ευαισθησίας στην υποβολή που προκαλείται από έναν υπνωτιστή και μοιάζει με ονειρική κατάσταση
β) «υπνωτική παλινδρόμηση»
(ψυχολ.) διαδικασία κατά την οποία ξεχασμένες ή απωθημένες εμπειρίες αναβιώνονται υπό την επίδραση ύπνωσης
γ) «υπνωτικά μέσα»
(ποιν. δίκ.) μέσα περιοριστικά ή μηδενιστικά της συνειδητής και εκούσιας συμπεριφοράς του προσώπου και, ειδικότερα, της προς αντίσταση ικανότητάς του, μέσα τών οποίων η χρήση θεωρείται ποινικώς ως άσκηση σωματικής βίας
αρχ.
νυσταλέος.

Translations

drowsy

Albanian: përgjumur; Arabic: نَعْسَان‎; Bulgarian: сънлив; Catalan: somnolent; Chinese Mandarin: 想睡, 昏昏欲睡, 睏/困; Czech: ospalý; Dutch: slaperig; Esperanto: dormema; Finnish: unelias; French: ensommeillé, somnolent; Galician: durmiñento; German: schläfrig; Greek: νυσταγμένος; Ancient Greek: καρηβαρής, καρῶδες, καρώδης, ληθαργικός, νυστακτής, νυσταλέος, νύσταλος, ὑπνηλός, ὑπνηρός, ὑπνίδιος, ὑπνῶδες, ὑπνώδης, ὑπνωτικός; Irish: codlatach, suanmhar, néalmhar, sámh; Italian: insonnolito, assonnato; Japanese: 眠い, 眠たい; Latin: soporus, somnolentus, somniculosus; Latvian: miegains; Lithuanian: mieguistas; Macedonian: сонлив; Maori: pōuruuru, hāmoemoe, hiamoe, hinamoe, harotu; Persian: خواب و بیدار، نیمه خواب‎; Polish: senny, ospały; Portuguese: sonolento, modorrento; Russian: сонный, сонливый, заспанный; Scottish Gaelic: suaineach; Serbo-Croatian Cyrillic: по̏спа̄н, са̀њив, дрѐмљив; Roman: pȍspān, sànjiv, drèmljiv; Spanish: adormecido, soñoliento, somnífero, soporífero, somnoliento; Swedish: dåsig; Welsh: cysglyd