ὑποδάμνημι

German (Pape)

[Seite 1213] (s. δάμνημι), = Vorigem, pass. ὑποδάμναμαι, überwältigt werden, sich überwältigen lassen, Od. 3, 24. 16, 95.

French (Bailly abrégé)

dompter, soumettre.
Étymologie: ὑπό, δάμνημι.

English (Autenrieth)

only mid., ὑποδάμνασαι, thou subjectest thyself, Od. 3.214 and Od. 16.95.

Greek Monolingual

και αιολ. υποδάμναμι, Α
1. μέσ. ὑποδάμναμαι
υποτάσσω, κυριεύωἔρως φρένας ὑποδάμναται», Θεόκρ.)
2. παθ. α) υποτάσσομαι, καταβάλλομαι
β) (για γυναίκα) υποκύπτω, παραδίνομαι σε άντρα
γ) (για άντρα) δαμάζομαι, κυριεύομαι από τον έρωτα
3. φρ. «ἀλλήλοις ὑποδεδμῆσθαι» — είναι παντρεμένοι (Ευστ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δάμνημι / δάμνημαι «δαμάζω»].

Russian (Dvoretsky)

ὑποδάμνημι: укрощать, одолевать, покорять (Ἔρος, ὃς ἀνδρῶν φρένας ὑποδάμναται Theocr.): ποταμὸς ὑπὸ γούνατ᾽ ἔδαμνα λάβρος Hom. бурная река сковывала ноги (пловца); ὑποδμηθείς HH, Anth. сраженный (любовью).