ὑποδρώω

English (LSJ)

Epic = ὑποδράω.

German (Pape)

[Seite 1216] poet. statt ὑποδράω, ohne Noth zur Erkl. von ὑποδρώωσι angenommen. S, ὑποδράω.

French (Bailly abrégé)

épq. p. ὑποδράω.

Greek Monotonic

ὑποδρώω: Επικ. αντί ὑπο-δράω, υπηρετώ, είμαι εξυπηρετικός, χρήσιμος, ωφέλιμος σε, τινί, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[epic for ὑποδράω
to serve, be serviceable to, τινί Od.