εξυπηρετικός
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που γίνεται για εξυπηρέτηση, αυτός που εξυπηρετεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].