ὑποκατακλίνομαι: [ῑ], Παθ., βρίσκομαι κάτω από την εξουσία κάποιου, υποκύπτω, παραδίδομαι, ενδίδω, υποχωρώ, τινι, σε κάποιον, σε Πλάτ.· απόλ., ενδίδω, παραδίδομαι, σε Δημ.
Pass. to lie down under, to submit, yield, τινι to one, Plat.:—absol. to give in, Dem.