ὑποκόρισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, use of the diminutive form, καθ' ὑ. Eust.1196.14; euphemism, Gal.18(2).236 (-κρισις codd., corr. Cornarius).

German (Pape)

[Seite 1221] ἡ, = ὑποκορισμός, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκόρισις: -εως, ἡ, ἡ χρῆσις ὑποκοριστικοῦ τύπου, καθ’ ὑπ. Εὐστ. 1196. 14.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Μ ὑποκορίζομαι
η χρήση υποκοριστικού τύπου («οἰκίαν φασὶ τὸν οἶκον καθ' ὑποκόρισιν», Ευστ.).