ὑποναίω

English (LSJ)

dwell under, χῶρον IG14.902.

German (Pape)

[Seite 1226] in Epigr. Paralipp. 2, 42 (App. Anth. Pal. 268), χῶρον, darunter, unten wohnen.

French (Bailly abrégé)

habiter sous.
Étymologie: ὑπό, ναίω¹.

Russian (Dvoretsky)

ὑποναίω: жить внизу или ниже (χῶρον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποναίω: κατοικῶ ὑποκάτω, Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 268.

Greek Monolingual

Α
κατοικώ αποκάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ναίω (Ι) «κατοικώ»].

Greek Monotonic

ὑποναίω: κατοικώ, ζω, διαμένω κάτω από ένα μέρος, με αιτ., σε Ανθ.

Middle Liddell


to dwell under a place, c. acc., Anth.