ὑποπολλαπλάσιος
English (LSJ)
[πλᾰ], ον, of a number, submultiple of another, Nicom.Ar.1.17,18,19:—also ὑποπολλαπλασιεπιμόριος, ον, submultiple-superparticular, i.e. contained in another number several times with one fractional part remaining:—and ὑποπολλαπλᾰσῐ-επιμερής, ές, submultiple-superpartient, i.e. contained in another several times with two or more fractional parts remaining, ib.1.17,21 (cf. 23).
German (Pape)
[Seite 1229] vielmal kleiner, Nic. arithm. 1, 18. Über die daraus gebildeten ὑποπολλαπλασιεπιμόριος und ὑποπολλαπλασιεπιμερής s. ἐπιμόριος u. ἐπιμερής.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπολλαπλάσιος: -ον, ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὁ πολλάκις περιεχόμενος ἐν ἑτέρῳ ἀκριβῶς· ὡσαύτως ὑποπολλαπλασιεπιμόριος, ον, περιεχόμενος ἐν ἑτέρῳ πολλάκις ὑπολειπομένου καὶ κλασματικοῦ τινος μέρους· - καὶ ὑποπολλαπλασιεπιμερής, ες, ὁ περιεχόμενος ἐν ἑτέρῳ ὑπολειπομένων καὶ δύο ἢ πλειόνων κλασματικῶν μερῶν· -οὕτως ὑποδιπλασ-, ὑποτριπλασ-, κλπ.· ἴδε Νικομ. Ἀριθμ. σ. 93. 94.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για αριθμό) ο πολλαπλάσια μικρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πολλαπλάσιος.