ὑποπόλιος

English (LSJ)

ὑποπόλιον, somewhat grey, Anacr.25, Poll.2.12.

German (Pape)

[Seite 1229] etwas grau, bes. vom Haupthaare, Luc. Herc. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
grisonnant.
Étymologie: ὑπό, πολιός.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπόλιος: седоватый, с проседью Anacr., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπόλιος: -ον, ὀλίγον τι πολιός, Λουκ. Προλαλιὰ ἢ Ἡρακλ. 8, Πολυδ. Β΄, 12.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γκρίζα μαλλιά, που άρχισε να ασπρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πολιός «γκρίζος, φαιός»].

Greek Monotonic

ὑποπόλιος: -ον, κάπως γκρίζος, γκριζωπός, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὑπο-πόλιος, ον,
somewhat gray, Luc.