ὑποράπτω

English (LSJ)

ὑποραφή, v. ὑπορράπτω.

German (Pape)

[Seite 1230] u. ὑποραφή, ἡ, s. ὑποῤῥάπτω und ὑποῤῥαφή.

Greek Monolingual

Α
βλ. υπορράπτω.