υπορράπτω

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

ὑπορράπτω ΝΑ, και δ. γρφ. ὑποράπτω Α ῥάπτω
επενδύω εσωτερικά με ύφασμα, φοδράρω
αρχ.
(σχετικά με λόγο) συρράπτω, συγκροτώ («ὡς δὴ τί δράσων τόνδ' ὑπορράπτεις λόγον;», Ευρ.).