ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
ὑπορράπτω ΝΑ, και δ. γρφ. ὑποράπτω Α ῥάπτωεπενδύω εσωτερικά με ύφασμα, φοδράρωαρχ.(σχετικά με λόγο) συρράπτω, συγκροτώ («ὡς δὴ τί δράσων τόνδ' ὑπορράπτεις λόγον;», Ευρ.).