υπορράπτω

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

Greek Monolingual

ὑπορράπτω ΝΑ, και δ. γρφ. ὑποράπτω Α ῥάπτω
επενδύω εσωτερικά με ύφασμα, φοδράρω
αρχ.
(σχετικά με λόγο) συρράπτω, συγκροτώ («ὡς δὴ τί δράσων τόνδ' ὑπορράπτεις λόγον;», Ευρ.).