ὑπορράπτω
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
English (LSJ)
A patch, θεώμενος ὑπερραμμένον τὸν χιτῶνα J.AJ17.5.7; [κάδος] τὸν πυθμένα ὑπέραπται has a mend in the bottom, IG22.1542.22; also φαῦλα ὑπέρραπτο ὑποδήματα was wearing patched shoes, Them.Or.20.237b.
II metaph., ὑ. λόγον make up a story, E.Alc.537.
French (Bailly abrégé)
arranger ou composer habilement : λόγον EUR un discours.
Étymologie: ὑπό, ῥάπτω.
German (Pape)
unten annähen, und übertragen, hinzusetzen, λόγον Eur. Alc. 540, und in späterer Prosa, wie Jos.
Russian (Dvoretsky)
ὑπορράπτω: досл. подшивать, сшивать, перен. сочинять, говорить: τί δράσων τόνδ᾽ ὑπορράπτεις λόγον; Eur. с какой целью говоришь ты это?
Greek (Liddell-Scott)
ὑπορράπτω: ῥάπτω ὑποκάτω, τὸν χιτῶνα Ἰωσήπου Ἰουδ. Πολ. 17. 5, 7. ΙΙ. μεταφορ., ὑπ. λόγον, συρράπτω διήγησιν, Εὐρ. Ἄλκ. 537· πρβλ. ῥάπτω ΙΙ.
Greek Monolingual
ὑπορράπτω ΝΑ, και δ. γρφ. ὑποράπτω Α ῥάπτω
επενδύω εσωτερικά με ύφασμα, φοδράρω
αρχ.
(σχετικά με λόγο) συρράπτω, συγκροτώ («ὡς δὴ τί δράσων τόνδ' ὑπορράπτεις λόγον;», Ευρ.).
Greek Monotonic
ὑπορράπτω: μέλ. -ψω, ράβω από κάτω· μεταφ., ὑπορράπτω λόγον, επινοώ μια ιστορία, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ψω
to stitch underneath: metaph., ὑπ. λόγον to make up a story, Eur.