ὑποστρατοφύλαξ

English (LSJ)

[φῠ], ᾰκος, ὁ, subordinate commander, Str.12.5.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστρᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, δευτερεύων στρατηγός, διοικητής, Στράβ. 567.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
υποφρούραρχος στρατοπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στρατοφύλαξ «διοικητής στρατιωτικού σώματος»].

German (Pape)

ακος, ὁ, Unterlagerwächter, Unterfeldherr, Strab. 12.5.1.