ὑποστροβέω

English (LSJ)

agitate inwardly, ὑπ' αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ A.Ag.1215.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστροβέω: досл. кружить, перен. потрясать, волновать (τινα Aesch. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστροβέω: ταράσσω ἐσωτερικῶς, ὑπ’ αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1215.

Greek Monotonic

ὑποστροβέω: ταράζω εσωτερικά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

to agitate inwardly, Aesch.