ὑποτέλλομαι

English (LSJ)

arise, Arat.723, A.R.2.83.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτέλλομαι: ἐξέρχομαι ὑποκάτωθεν, βρυχὴ δ’ ὑπετέλλετ’ ὀδόντων ἄσπετος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 83.

Greek Monolingual

Α
ανατέλλω, βγαίνω από κάτω προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τέλλω / -ομαι «ανατέλλω»].

German (Pape)

darunter hervorkommen, daraus entstehen, Ap.Rh. 2.83.