ὑποταίνιος

English (LSJ)

ὑποταίνιον, forming a long narrow strip of land, ἄμμος Ph.1. 647; αὐχήν, of the island of Pharos, Id.2.139; (sc. γῆ, cf. ταινία II.2) ib. 524.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποταίνιος: ἄμμος, ἡ σχηματίζουσα προεξεχούσας ταινίας ἢ «γλώσσας», τὰς τῆς θαλάσσης ἐπιδρομὰς ἡ ὑποταίνιος ἄκρα ἀνακρούει Φίλων 1. 647., 2. 139, 524.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για παραλίες) αυτός που σχηματίζει μια μακριά, στενή λωρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ταίνιος (< ταινία)].

German (Pape)

χώρα, ein Land mit etwas vorlaufenden. vorspringenden Erdzungen, Philo.