ὑποψάφαρος

English (LSJ)

ὑποψάφαρον, = ὑποψάθυρος (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποψάφᾰρος: -ον, = ὑποψάθυρος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ον, Α
δ. γρφ. του ὑποψάθυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψαφαρός «εύθραστος, μαλακός, χαλαρός»].

German (Pape)

etwas locker, mürbe, morsch, Hippocr. Vgl. ὑποψάθυρος.