ὑποψάθυρος
From LSJ
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
English (LSJ)
[ᾰ], ον, somewhat crumbling or friable, διαχωρήματα Hp.Prorrh.1.116 (codd. and Gal.), cf. Coac.598 (ὑποχωρ-ψάφαρον codd.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποψάθῠρος: [ᾰ], -ον, μετρίως ψαθυρός, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 218, πρβλ. Προρρ. 77· διάφορ. γραφ. ὑποψάφαρος, ἴδε Foës. Oec.
Greek Monolingual
-ον, Α
λίγο χαλαρός, λίγο μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψαθυρός «εύθραστος, ευδιάλυτος»].