ὑπόκαυσις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A burning underneath, Dieuch. ap. Orib.4.5.2.
2 burning of bricks, ὑ. τῆς ὀπτῆς (sc. πλίνθου) POxy.2153.12 (iii A. D.).
II the fire of the hypocaust, Vitr.5.10.1, Plu.2.658e; heating by this means, IGRom.4.1210 (Thyatira); βαλανείου POxy. 2127.8 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1219] ἡ, das Anzünden, Anbrennen von unten her, dah. die Feuerung unter den Kesseln der Bäder, Plut. Symp. 3, 10, 3. – Auch das von unten Geheizte, Ofen, wie das Folgde, Vitruv.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de chauffer une chaudière pour un bain.
Étymologie: ὑποκαίω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόκαυσις: εως ἡ нижняя топка (ἐμβαλεῖν τι εἰς τὴν ὑπόκαυσιν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόκαυσις: -εως, ἡ, τὸ καίειν ὑποκάτω, Ὀρειβάσ. 37 Matth. ΙΙ. τὸ πῦρ τῆς ὑποκαύστρας, αἴρας ἐμβαλλεῖν εἰς τὴν ὑπόκαυσιν Πλούτ. 2. 658Ε.
Greek Monolingual
-αύσεως, ἡ, Α ὑποκαίω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκαίω
2. η φωτιά της υποκαύστρας
3. (κατ' επέκτ.) θέρμανση με φωτιά που καίει από κάτω.