υποκαίω

From LSJ

Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit

Menander, Monostichoi, 325

Greek Monolingual

ὑποκαίω ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑποκάω Α
νεοελλ.
μτφ. συντελώ κρυφά στην έξαψη πάθους, υποδαυλίζω, συνδαυλίζω
μσν.-αρχ.
βάζω φωτιά κάτω από κάτι προκειμένου να το ψήσω ή να το θερμάνω (α. «ἕψουσι ὑποκαίοντες τὰ ὀστέα τῶν ἱρηίων», Ηρόδ.
β. «ὑποκαίειν τὴν χύτραν», Γαλ.)
αρχ.
1. (γενικά) ανάβω φωτιά κάτω από κάτι («πῡρ δὲ ὑποκαίειν κελεύειν», Λουκιαν.)
2. παθ. ὑποκαίομαι
α) καίγομαι λίγο
β) μτφ. διεγείρομαι από έρωτα για κάποιον («ὁ μειρακίσκος αὐτής ἀναφανδὸν ὑπεκαίετο», Παρθ.).