ὑστέρω
Russian (Dvoretsky)
ὑστέρω: adv. позже, после Diog. L.
German (Pape)
adv. zu ὕστερος, wie προτέρω zu πρότερος, hintennach, zu spät, DL. 3.95.
ὑστέρω: adv. позже, после Diog. L.
adv. zu ὕστερος, wie προτέρω zu πρότερος, hintennach, zu spät, DL. 3.95.