προτέρω

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτέρω Medium diacritics: προτέρω Low diacritics: προτέρω Capitals: ΠΡΟΤΕΡΩ
Transliteration A: protérō Transliteration B: proterō Transliteration C: protero Beta Code: prote/rw

English (LSJ)

A Adv. further, forwards, ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω Il.4.507; τὼ δὲ βάτην προτέρω 9.192; ἀλλ' ἕπεο προτέρω 18.387; μερμήριξε δ'.. ἢ π… διώκοι 5.672; μαίεσθαι προτέρω Od.14.356; ἔτι προτέρω Il.23.526, Od.5.417; καί νύ κε δὴ προτέρω ἔτ' ἔρις γένετ' the quarrel would have gone further, Il.23.490; ἦ πῄ με προτέρω ἄξεις; wilt thou carry me further away? 3.400; ἔτ' οὐ προτέρω no further, no more, A.R.1.919: c. gen. loci, D.P.923.
II of time, sooner, Call.Dian.72.

German (Pape)

[Seite 792] adv. von πρότερος, od. unmittelbar von πρό, wie ἀπωτέρω von ἀπό gebildet, weiter vor, vorwärts, weiterhin; ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω, Il. 4, 507; διώκειν, 5, 672; ἄγειν, u. sonst bei Ver- bis der Bewegung; auch πῆ με προτέρω πολίων ἄξεις, 3, 400; ἔρις προτέρω γένετο, der Streit ging weiter, wurde heftiger, 23, 490; u. sp. D., ἔτι προτέρω τετιημένοι ἰσχανόωντο Ap. Rh. 2, 864, τῶν μὲν ἔτ' οὐ προτέρω μυθήσομαι 1, 919. – Auch von der Zeit, früher, vormals, Callim. Dian. 72.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec idée de lieu plus en avant.
Étymologie: πρότερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτέρω [πρότερος] adv., verder (van plaats):. ἔτι προτέρω nog verder Od. 5.417.

Russian (Dvoretsky)

προτέρω: adv. вперед, дальше (βήμεναι Hom.): προτέρω ἔτ᾽ ἔρις γένετ᾽ ἀμφοτέροισιν Hom. еще дальше зашла бы ссора между обоими.

English (Autenrieth)

forward, further.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. πρότερος.

Greek Monotonic

προτέρω: επίρρ. (από πρόθ. πρό, όπως το ἀπωτέρω από πρόθ. ἀπό), παραπέρα, περαιτέρω, σε Όμηρ.· καὶ νύ κε δὴ προτέρω ἔτ' ἔρις γένετ', η έριδα θα προχωρούσε περαιτέρω, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

προτέρω: Ἐπίρρ. (ἐκ τῆς προθ. πρό, ὡς τὸ ἀπωτέρω ἐκ τῆς ἀπό), προσωτέρω, παραπέρα, παρεμπρός, περαιτέρω, ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω Ἰλ. Δ. 507· τὼ δὲ βάτην πρ. Ι. 192· ἀλλ’ ἕπεο πρ. Σ. 387· μερμήριξε δ’... ἢ προτέρω διώκοι Ε. 672· μαίεσθαι πρ. Ὀδ. Ξ. 356· ἔτι πρ. Ἰλ. Ψ. 528, Ὀδ. Ε. 417· καὶ νύ κε δὴ προτέρω ἔτ’ ἔρις γένετ’, ἡ ἔρις θὰ ἔβαινε περαιτέρω, Ἰλ. Ψ. 490· ἦ με προτέρω ἄξεις; Γ.400· οὐ πρ., οὐχὶ περαιτέρω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 919· - μετὰ γεν. τόπου, Διον. Π. 923. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτέρω· εἰς τοὔμπροσθεν», (πρβλ. Ὀδ. Ι. 64). ΙΙ ἐπὶ χρόνου, σὺ δὲ προτέρω περ, ἔτι τριέτηρος ἐοῦσα Καλλ. εἰς Ἄρτ. 72. 2) = πρότερον, Ἐκκλ.

Middle Liddell

[from πρό, as ἀποτέρω from ἀπό]
further, forwards, Hom.; καί νύ κε δὴ προτέρω ἔτ' ἔρις γένετ' the quarrel would have gone further, Il.