ὑστεροφημία

English (LSJ)

ἡ, posthumous fame, Plu.2.85c, M.Ant.2.17, Longin.14.3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
renom auprès de la postérité.
Étymologie: ὕστερος, φήμη.

German (Pape)

ἡ, Nachruhm; Plut., Prot. virt. sent. p. 266; M.Ant. 2.17.

Russian (Dvoretsky)

ὑστεροφημία:посмертная слава Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστεροφημία: ἡ, ἡ μετὰ θάνατον φήμη, Πλούτ. 2. 85 (ἔνθα ἴδε Wytt.), Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 2. 17, κλπ.

Greek Monolingual

η / ὑστεροφημία, ΝΑ
μεταθανάτια καλή φήμη, η εύφημη μνεία κάποιου μετά τον θάνατό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -φημία (< -φημος < φήμη), πρβλ. κακοφημία].