ὑψίκερας

English (Slater)

ὑψίκερας high peaked test., Et. Mag., 504. 3, κέρατα καλοῦσι πάντα τὰ ἄκρα, ὥς φησι Πίνδαρος· ὑψικέρατα πέτραν fr. 325.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίκερας: (только acc. ὐψικέρᾱτα) adj. досл. высокорогий, перен. островерхий (πέτρα Pind. ap. Arph.).

German (Pape)

ᾱτος, ὁ, ἡ, od. ὑψικέρατος, = ὑψίκερως; ὑψικέρατα πέτραν, Pind. frg. 285, bei Ar. Nub. 591.