ὑψιαίετος

English (LSJ)

ὁ, f.l. for ὑπάετος (q.v. in Addendis), Ant.Lib.20.6.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψιαίετος: ἡ, ἡμαρτημέν. γραφ. ἀντὶ ὑπαίετος, Ἀντωνῖν. Λιβερ. 20.

German (Pape)

ὁ, eine Adlerart, Anton.Lib. 20, zweifelhaft.