ὔμα

English (LSJ)

Aeolic for ὁμᾷ, = ὁμῆ.

Greek Monolingual

ὁμῆ και ὁμῇ και αιολ. τ. ὕμοι και δωρ. τ. ὁμᾷ και ὄμα και αιολ. τ. ὔμα (Α) ομός
επίρρ. ομού, μαζί.