ὕφημαι

English (LSJ)

Pass., sit under, αἰγείροισι D.P.292.

Greek (Liddell-Scott)

ὕφημαι: Παθητ., κάθημαι, ἀκρεμόνεσσιν ὑφήμενος εἴαρος ὥρῃ Γρηγ. Ναζ. ᾨδ. 50, 244· ― πρβλ. ὑφεῖσα.

German (Pape)

(ἧμαι), sich niedersetzen, Sp.