Ὑλεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, name of a dog, Ringwood, X.Cyn.7.5.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
όνομα σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + επίθημα -εύς (πρβλ. τροχεύς)].