ὠδίνημα: [ῑ], τό, γέννημα, γόνος, τέκνον, Ἀπόλλωνος σπέρμα, ὠδίνημα γῆς Εὐμάθ. (ἢ Εὐστάθιος) 9. 19.
τό, = ὠδίς.