ὠθίζομαι
Greek Monotonic
ὠθίζομαι: Παθ., όπως το ὠστίζομαι, σπρώχνομαι ο ένας με τον άλλον, συνωστίζομαι, διαγωνίζομαι, σε Λουκ.· μεταφ., φιλονικώ, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὠθίζομαι:
1 толкать друг друга, толкаться Luc.;
2 пререкаться, ссориться Luc.
Middle Liddell
ὠθίζομαι,
Pass., like ὠστίζομαι, to push against one another, justle, struggle, Luc.:—metaph. to wrangle, Hdt.