ὠκύπος
English (LSJ)
ὠκύπον, poet. form of ὠκύπους, of Apollo, AP 9.525.25.
German (Pape)
seltene poet. Nebenform von ὠκύπους, so heißt Apollo in einem Hymn. (IX.525).
Russian (Dvoretsky)
ὠκύπος: Anth. = ὠκύπους.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύπος: -ον, σπάνιος ποιητ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 9. 525.
English (Autenrieth)
ποδος: swift-footed, horses.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. ωκύπους.