ὠμίζομαι

English (LSJ)

Med., take on one's shoulders, Suid. (v.l. ὠμησάμενος), Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμίζομαι: μέσ., λαμβάνω εἰς τοὺς ὤμους μου, «ὠμισάμενος, εἰς τὸν ὦμον ἀγαγὼν» Σουΐδ.

Greek Monolingual

Α ὦμος
παίρνω στους ώμους μου και κουβαλώ.