ὠμόθυμος
English (LSJ)
ὠμόθυμον, savage-hearted, S.Aj.885 (lyr.), Ph.2.15, al.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
[ῡ], mit rohem, hartem Gemüte, grausam, Soph. Aj. 870.
Russian (Dvoretsky)
ὠμόθῡμος: жестоконравный, суровый Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμόθῡμος: -ον, ὁ ἔχων ἀγρίαν ψυχήν, Σοφ. Αἴ. 885, Φίλων 2. 15, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σκληρή ψυχή, άσπλαγχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].