ὠνάμην

English (LSJ)

ὤνατο, aor. Med. of ὄνομαι.
II also of ὀνίνημι (q.v.). ὠνάρχος· δῆμψος, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ao.2 de ὀνίναμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὠνάμην: и ὠνήμην aor. 2 med. к ὀνίνημι.

Greek (Liddell-Scott)

ὠνάμην: ὤνατο, μέσ. ἀόρ. τοῦ ὄνομαι, Ἰλ.· ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 12. ΙΙ ὡσαύτως τοῦ ὀνίνημι, ἴδε ἐν λ.

Greek Monotonic

ὠνάμην: [ᾰ], Μέσ. αόρ. αʹ του ὀνίνημι.