ὠσία
English (LSJ)
Dor. for οὐσία, Ocell. ap. Stob.1.20.3, Archyt.ib.1.41.2, cf. Pl.Cra.401c.
German (Pape)
ἡ, dor. = οὐσία, Plat. Crat. 401c.
Russian (Dvoretsky)
ὠσία: ἡ дор. Plat. = οὐσία.
Greek (Liddell-Scott)
ὠσία: Δωρ. ἀντὶ οὐσία, Ὄκελλ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 424, Ἀρχύτ. αὐτόθι, 712, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 401C.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. ουσία.