ὡδί

English (LSJ)

[ῑ], Att. strengthened form of ὧδε, ὡ. κεχηνώς Ar.Pax57, cf. Nu.690, Pl.Prt. 353c, Grg.477c, al., Plot.6.4.8; never in Trag.

German (Pape)

[Seite 1407] das att. verstärkte ὧδε, Plat. Prot. 353 c Gorg. 477 c u. sonst.

French (Bailly abrégé)

forme att. renforcée pour ὧδε.

Russian (Dvoretsky)

ὡδί: Arph., Plat. intens. к ὧδε.

Greek (Liddell-Scott)

ὡδί: [ῑ], Ἀττ. ἐπιτετταμένος τύπος τοῦ ὧδε, συχν. μετὰ μετοχ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 57, κ. ἀλλ., Πλάτ. Πρωταγ. 353C, Γοργ. 470C, κ. ἀλλ.· οὐδέποτε παρὰ τοῖς Τραγ. Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς, τόμ. Ζ´, σ. 50 κἑξ.

Greek Monotonic

ὡδί: [ῑ], Αττ., επιτετ. τύπος του ὧδε, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

Attic stronger form of ὧδε, Ar., Plat.