ὤκιστος

English (LSJ)

old Sup. of ὠκύς (q.v.).

French (Bailly abrégé)

v. ὠκύς.

Russian (Dvoretsky)

ὤκιστος: (= ὠκύτατος) superl. к ὠκύς.

Greek (Liddell-Scott)

ὤκιστος: ὠκίων, ἀνώμαλον ὑπερθ. καὶ συγκρ. τοῦ ὠκύς.

English (Autenrieth)

see ὠκύς.

Greek Monotonic

ὤκιστος: ὠκίων, ανώμαλος υπερθ. και συγκρ. του ὠκύς.