ὤφθην

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. de ὁράω ; v. ὄσσομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὤφθην: aor. pass. к ὁράω.

Greek (Liddell-Scott)

ὤφθην: ἴδε τὸ ῥῆμα ὁράω.

Greek Monotonic

ὤφθην: Παθ. αόρ. αʹ του ὁράω.