ὄσσομαι

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄσσομαι Medium diacritics: ὄσσομαι Low diacritics: όσσομαι Capitals: ΟΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: óssomai Transliteration B: ossomai Transliteration C: ossomai Beta Code: o)/ssomai

English (LSJ)

(ὄσσε) Ep. Verb, used only in pres. and impf. without augm., pres. (I.-E.
A oqu̯-yo-) corresponding to fut. ὄψομαι (v. ὄψ) : Act. ὄσσω only EM562.6,673.11 : prop. see, look, as in A.R.4.318, cf. ὄμμασι λοξὸν ὑποδρὰξ ὀσσομένη Call.Fr.anon.63, and in the compd. προτιόσσομαι (q.v.) : but mostly,
II see in spirit or see with the mind's eye, ὀσσόμενος πατέρ' ἐσθλὸν ἐνὶ φρεσίν Od.1.115, cf. 20.81.
2 presage, have foreboding of, κακὰ δ' ὄσσετο θυμός 10.374, cf. 18.154; ὄσσοντο γὰρ ἄλγεα θυμῷ Il.18.224.
3 by imparting such presages to others, forebode, used only of evil, ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ ὀσσόμενον λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα 14.17; esp. by look or mien, κάκ' ὀσσόμενος boding evil by his looks, 1.105; of two eagles, ὄσσοντο ὄλεθρον boded death, Od.2.152; οὐ μὲν γάρ τοι ἐγὼ κακὸν ὀσσομένη τόδ' ἱκάνω Il.24.172, cf. Hes.Th.551.

German (Pape)

[Seite 398] eigtl. von einem Stamme mit ὄσσε, also sehen (wie es auch Aristarch. bei Hom. ableitete und erklärte, nicht wie Neuere von ὄσσα, vgl. Buttm. Lexil. I p. 21 ff.), im Geiste vor Augen haben, sich vorstellen; ὀσσόμενος πατέρ' ἐσθλὸν ἐνὶ φρεσίν, Od. 1, 115, an den Vater denkend, im Geist sich ihn vorstellend, vgl. 20, 81 (vgl. προτιόσσομαι); u. einzeln auch bei sp. D., wie Ap. Rh. 2, 28 geradezu = sehen. – Gew. im Geiste sehen, vorhersehen, ahnen; κακόν, κακὰ ὄσσεσθαι θυμῷ, Od. 10, 374. 18, 154; ἄλγεα, Il. 18, 224; auch vorher verkündigen, die Zukunft andeuten, durch den Blick, die Mienen, ἐς δ' ἰδέτην πάντων κεφαλάς, ὄσσοντο δ' ὄλεθρον, die Adler verkündeten durch ihr Herabsehen Verderben, Od. 2, 152; Κάλχαντα πρώτιστα κάκ' ὀσσόμενος προσέειπεν, Schlimmes durch seinen Blick verkündigend, ll. 1, 105; auch ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ, ὀσσόμενον λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα, Sturm vorher verkündigend durch sein Aussehen, ll. 14, 17; so τινί τι, 24, 172; Hes. Th. 551.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. ὀσσόμην, f. ὄψομαι, pf. ὄπωπα;
Pass. ao. ὤφθην, pf. ὦμμαι;
I. voir, particul. voir en esprit ; d'où
1 prévoir, acc.;
2 se mettre devant les yeux par l'imagination, se représenter, acc.;
II. avoir dans ses yeux, annoncer par son regard, acc..
Étymologie: p. ὄκjομαι, de la R. Ὀπ, voir ; cf. ὄψομαι ; lat. oculus.

Russian (Dvoretsky)

ὄσσομαι: (только praes. и impf.)
1 досл. видеть, перен. иметь перед глазами, мысленно созерцать, представлять себе (τινα ἐνὶ φρεσίν Hom.);
2 предчувствовать, предвидеть (ἄλγεα θυμῷ, κακόν Hom.);
3 предвещать, знаменовать, сулить (ἀνέμων κέλευθα, ὄλεθρον Hom.): κάκ᾽ ὀσσόμενος Hom. злобно глядя.

Greek (Liddell-Scott)

ὄσσομαι: (ἐκ τοῦ ὄσσε), Ἐπικ. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἄνευ αὐξήσ., - ἀρχαιότερος τύπος τῆς √ΟΠΤ, ὄψομαι (ἴδε ὄψ), ὡς τὸ πέσσω τοῦ πέπτω, πρβλ. Buttm. Lexil. εν λ. Κυρίως, βλέπω, ὡς παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 318, καὶ ἐν τῷ συνθέτῳ προτιόσσομαι (ὃ ἴδε)· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. βλέπω κατὰ διάνοιαν, φαντάζομαι, ὀσσόμενος πατέρ’ ἐσθλὸν ἑνὶ φρεσὶν Ὀδ. Α. 115, πρβλ. Υ. 81. 2) προβλέπω, προμαντεύω, προαισθάνομαι, κακὰ δ’ ὄσσετο θυμὸς Κ. 374, πρβλ. Σ. 154· ὄσσοντο γὰρ ἄλγεα θυμῷ Ἰλ. Σ. 224, πρβλ. Ὀδ. Ε. 389. 3) μεταδίδω εἰς ἄλλους τοιαῦτα προαισθήματα, προλέγω, προσημαίνω, προμηνύω, ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ, ὀσσόμενον λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα Ἰλ. Ξ. 17· ἰδίως διὰ τοῦ βλέματος ἢ τοῦ ἐξωτερικοῦ σχήματος, κάκ’ ὀσσόμενος, προμηνύων κακὰ διὰ τῶν βλεμμάτων του, Α. 105· ἐπὶ δύο ἀετῶν, ὄσσοντο ὄλεθρον, προεμήνυον ὄλεθρον, Ὀδ. Β. 152· οὐ μὲν γὰρ τοι ἐγὼ κακὸν ὀσσομένη τόδ’ ἱκάνω Ἰλ. Ω. 172, πρβλ. Ἡσ. Θ. 551· - ἀλλ’ ὡς φαίνεται, τὸ ῥῆμα τοῦτο ἦν ἐν χρήσει κυρίως ἐπὶ κακοῦ, πρβλ. ὀττεύομαι.

English (Autenrieth)

(ὄσσε), ipf. ὄσσετο, ὄσσοντο: see, especially in spirit, ‘with the mind's eye,’ forebode, Od. 20.81, Od. 10.374, Il. 18.224; causative, give to foresee, forebode, threaten, Od. 2.112, Il. 14.17.

Greek Monotonic

ὄσσομαι: (ὄσσε), Επικ. αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. χωρίς αύξ.,
1. βλέπω, ὀσσόμενος πατέρ' ἐσθλὸν ἐνὶ φρεσίν (έτσι στον Σαίξπηρ: «στα μάτια του μυαλού μου»), σε Ομήρ. Οδ.
2. προμαντεύω, προοιωνίζομαι, κακά, ἄλγεα, σε Όμηρ.
3. προαναγγέλω, προλέγω στους άλλους, στον ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to look (with one's mind), to forebode, to have foreboded (Il.).
Compounds: Also w. προτι-, ἐπι-, κατ-.
Origin: IE [Indo-European] [775] *h₃ekʷ- see.
Etymology: Old yot-present, from *ὄκ-ι̯ομαι from IE *okʷ-i̯o / e- from *h₃ekʷ- see, eye, s. ὄπωπα, ὄμμα, ὄσσε. The present ὄσσομαι had a semantic development different from the non-pres. forms ὄπωπα, ὄψομαι etc., cf. Treu Von Homer zur Lyrik 62 f. -- Att. ὀττεύομαι belongs rather to ὄσσα (s.v.).

Middle Liddell

ὄσσομαι, ὄσσε only in pres. and imperf. without augm.]
1. Epic Dep., to see, ὀσσόμενος πατέρ' ἐσθλὸν ἐνὶ φρεσίν (so Shaksp. "in my mind's eye"), Od.
2. to presage, have foreboding of, κακά, ἄλγεα Hom.
3. to foretoken, Hom.

Frisk Etymology German

ὄσσομαι: {óssomai}
Grammar: V.
Meaning: ‘(geistig) schauen, ahnen, ahnen lassen’ (ep. seit Il.).
Composita : auch m. προτι-, ἐπι-, κατ-,
Etymology : Altes Jotpräsens, zunächst für *ὄκι̯ομαι aus idg. *oqʷ-i̯o / e- von *oqʷ- sehen, Auge, s. ὄπωπα, ὄμμα, ὄσσε. Das Präsens ὄσσομαι hat sich von den außerpräs. Formen ὄπωπα, ὄψομαι usw. semantisch entfernt, vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 62 f. — Att. ὀττεύομαι gehört eher zu ὄσσα (s.d.).
Page 2,436