ῥαίστωρ

English (LSJ)

κραντήρ, Hsch. ῥαιφάσσει· ἁγνεύει, Id.

Greek Monolingual

και ῥάστωρ Α
(κατά τον Ησύχ.) «κραντήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω «καταστρέφω, συνθλίβω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα -τωρ (πρβλ. ψαίστωρ)].