κραντήρ, Hsch. ῥαιφάσσει· ἁγνεύει, Id.
και ῥάστωρ Α(κατά τον Ησύχ.) «κραντήρ».[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω «καταστρέφω, συνθλίβω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα -τωρ (πρβλ. ψαίστωρ)].