ῥητρεύω

English (LSJ)

pronounce, declare, δίκας Lyc.1400.

German (Pape)

[Seite 841] δίκας, Recht sprechen, Lyc. 1339.

Greek (Liddell-Scott)

ῥητρεύω: δικάζω, δίκας Λυκόφρ. 1400.

Greek Monolingual

ΜΑ ῥήτρα
μσν.
ρητορεύω
αρχ.
δικάζω («ῥητρεύειν δίκας», Λυκόφρ.).